- μοιχαλίδας
- μοιχαλίςunfaithful to Godfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιχεία — (Νομ.). Η εξώγαμη, κατά φύση, συνουσία ενός άντρα και μιας γυναίκας, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον είναι παντρεμένος. Στην αρχαία Ελλάδα, η μυστική σαρκική σχέση με μια ελεύθερη γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, αποτελούσε… … Dictionary of Greek
μοιχογέννητος — μοιχογέννητος, ον (Μ) αυτός που γεννήθηκε από μοιχούς, τέκνο μοιχαλίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + γέννητος (< γεννῶ), πρβλ. θεο γέννητος] … Dictionary of Greek
μοιχοκοινωνία — μοιχοκοινωνία, ἡ (Μ) σύζευξη, γάμος μοιχού και μοιχαλίδας, μοιχοζευξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κοινωνία] … Dictionary of Greek
μοιχοληπτία — μοιχοληπτία, η (Α) [μοιχόληπτος] (αττ. τ. αντί μοιχοληψία) η σύλληψη επ αυτοφώρω μοιχού ή μοιχαλίδας να μοιχεύονται … Dictionary of Greek
Δημώνασσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Αμφιάραου και της Εριφίλης, σύζυγος του Θερσάνδρου, γιου του Πολυνείκη, και μητέρα του Τισσαμενού. Γίνεται λόγος γι’ αυτήν στο έπος Θηβαΐς. Η μορφή της βρίσκεται στην ανάγλυφη παράσταση … Dictionary of Greek
Κυρά Φροσύνη — (; – 1801). Εθνομάρτυρας. Ήταν σύζυγος του ευπατρίδη των Ιωαννίνων Δ. Βασιλείου και ανιψιά του μητροπολίτη Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκα. Η Κ.Φ., γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Αυλή του Αλή πασά (10 Ιανουαρίου 1801), επειδή … Dictionary of Greek